Το Σαββατοκύριακο είμαι στην παιδική χαρά και μπροστά μου εκτυλίσσεται το ακόλουθο περιστατικό. Ένας αγόρι προσχολικής ηλικίας ενώ κάνει ποδήλατο πέφτει και χτυπάει. Φαίνεται να έχει χτυπήσει αρκετά το γόνατό του και τον αγκώνα του και αιμορραγεί. Το αγόρι αρχίζει να καλεί τους γονείς του σε βοήθεια και κλαίει. Καθώς πλησιάζουν και τον βλέπουν να κλαίει πεσμένο στο χώμα αρχίζει ο πατέρας να φωνάζει “Σήκω πάνω, δεν έχεις τίποτα. Τελείωνε. Οι άντρες δεν κλαίνε. Είναι δυνατοί. Τι είσαι κοριτσάκι;» Το αγοράκι σηκώθηκε αμέσως πάνω και ψέλλισε μόνο ότι πονάει πολύ. Η μητέρα που στεκόταν και παρακολουθούσε το περιστατικό με το αδερφάκι του στο καρότσι, το πλησίασε και το αγκάλιασε. Το αγοράκι την έσπρωξε μακριά.
Πολλές φορές ακούμε να λέγεται ότι τα αγόρια δεν πρέπει να κλαίνε γιατί είναι άντρες και οι άντρες δεν κλαίνε. Από την άλλη η αίσθηση ότι τα αγόρια χρειάζεται να κλαίνε είναι μια στερεοτυπική έκφραση. Αλλά κρύβει μια μεγαλύτερη αλήθεια από κάτω. Τα αγόρια χρειάζεται να νιώθουν και να εκφράζουν όλα τα συναισθήματά τους. Η συναισθηματική ευαλωτοτήτα βρίσκεται στη ρίζα αυτού που μας κάνει ανθρώπους και ανθρώπινους. Είναι το νοιάξιμο για τους άλλους που μας τροφοδοτεί με ενσυναίσθηση, σεβασμό, καλοσύνη και ευαισθησία . Είναι το ενδιαφέρον μας για τους άλλους που μπροστά στον κίνδυνο μας κινητοποιεί, μας δίνει κουράγιο, μας κάνει ατρόμητους. Αυτό που μας κάνει να έχουμε υπομονή όταν είμαστε πραγματικά θυμωμένοι.
Η καλύτερη ερώτηση που μπορείς να κάνεις στα αγόρια και στα κορίτσια είναι αν μπορούν να εκφράσουν όλα τα συναισθήματά τους. Αυτό αποτελεί τη ρίζα της συναισθηματικής ευεξίας και της ωριμότητας. Τα δάκρυα είναι ένα από τα καλύτερα αποδεικτικά για ένα υγιές συναισθηματικό σύστημα αλλά υπάρχουν πολλά άλλα συναισθήματα όπως η συστολή, η ντροπή, η ενοχή, η ολοκλήρωση, η μοναξιά, η ανασφάλεια, η εκτίμηση, η συμπόνοια, το ενδιαφέρον, η κατανόηση όταν πληγώνεσαι. Εκεί που πρέπει να επικεντρωθούμε είναι στον τρόπο που τα αγόρια δείχνουν τα συναισθήματά τους και γιατί χάθηκε η ενσυναίσθηση.
Σύμφωνα με τον Tom Lutz, συγγραφέα του βιβλίου Crying: The Natural and Cultural History of Tears μεγάλο ρόλο παίζουν οι διαφορετικές αντιλήψεις όσον αφορά την αξία του να έχει κάποιος μαλακή καρδιά-να είναι ευαίσθητος, να εκφράζει άφοβα τα συναισθήματά του. Ο Lutz αναφέρει δυο κατηγορίες ανθρώπων, όσον αφορά τα δάκρυα, το κλάμα: από τη μια είναι αυτοί που κλαίνε και από την άλλη αυτοί που δεν αντέχουν να κλαίνε και έχουν πάντα στεγνά μάτια. Αυτοί που κλαίνε αναγνωρίζουν την αξία του κλάματος και της απελευθέρωσης των συναισθημάτων έρχονται όμως σε αντίθεση με αυτούς που δεν αντέχουν να κλαίνε και εκφράζουν περιφρόνηση για τα δάκρυα και την ευαισθησία ενώ θεωρούν ότι οι άλλοι τους χειραγωγούν με το κλάμα. Οι περισσότεροι άντρες ανήκουν στην δεύτερη κατηγορία λέει ο Lutz.
Επιφανειακά, αρχικά θα φαινόταν ότι μια αλλαγή στις αξίες θα ήταν αρκετή για να ενθαρρύνει, να ενισχύσει και να βγάλει στην επιφάνεια την ευαισθησία αυτών που δεν αντέχουν να κλαίνε. Αλλά αυτό είναι απλοϊκό και δεν φτάνει στην καρδιά του προβλήματος. Οι απαξιωτικές και υποτιμητικές αντιδράσεις απέναντι το κλάμα έχουν περισσότερο να κάνουν με μια σκληραγωγημένη καρδιά και δείχνουν συναισθηματικές άμυνες. Αμυντικούς μηχανισμούς ενάντια στην συναισθηματική ευαλωτότητα. Με άλλα λόγια , το μυαλό έχει την ικανότητα να καταπιέζει την συναισθηματική αφύπνιση και έκφραση, για το οποίο οι νευροεπιστήμονες έχουν εφεύρει τον όρο συναισθηματική αναστολή. Η συναισθηματική καταπίεση είναι μέρος του παιχνιδιού του μυαλό για να βεβαιωθεί πως οτιδήποτε μας πνίγει, είναι σαρωτικό ή θα παρεμποδίσει την επίλυση ενός προβλήματος, δεν θα γίνεται συνειδητά αντιληπτό ούτε θα βιωθεί ως ευαλωτότητα. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο να μην εκφράζει κάποιος τα συναισθήματά του και να είναι αμυντικός απέναντι σε αυτά. Το να νιώθει κάποιος ασφαλής, να εμπιστεύεται και να εκφράζει τα συναισθήματά του στους άλλους έχει σχέση με το δεσμό που έχει αναπτύξει με τους άλλους. Αν δεν υπάρχει μια στενή σχέση, δεν πρέπει να αναμένουμε από τους άλλους να μοιραστούν τα συναισθήματά τους μαζί μας.
Υπάρχουν 5 σημάδια που δείχνουν ότι υπάρχει συναισθηματικό μούδιασμα και αναστολή του συναισθήματος στους ανθρώπους.
- Δεν μιλάνε για αυτό που τους στεναχωρεί ή πληγώνει τα συναισθήματά τους.
- Δεν αισθάνονται πλέον ανασφαλείς ή σε επαγρύπνηση όταν πρέπει.
- Δεν μπορούν πλέον να δουν την απόρριψη από τους άλλους ή δεν μπορούν να μείνουν μακριά από προβλήματα που τους πληγώνουν .
- Δεν προσαρμόζονται στις απώλειες στη ζωή τους γεγονός που συχνά συνοδεύεται από αυξημένη ένταση, δυσαρέσκεια, απελπισία και επιθετικότητα.
- Δεν αισθάνονται πλέον μοναξιά, ή επιθυμία, μόνο ένα συνεχόμενο συναίσθημα βαρεμάρας.